- σελαχίου
- σελάχιονneut gen sgσελάχιοςcartilaginousmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόδοντος — ο ονομασία σελαχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodontus < heter (πρβλ. ετερο *) + odontus (πρβλ. οδούς, οδόντος)] … Dictionary of Greek
μουδιάστρα — Βλ. λ. νάρκη (ψάρι). * * * η ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού νάρκη, είδους σελαχίου τού γένους torpedo. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. τού μουδιάζω + κατάλ. τρα (πρβλ. χαλάσ τρα)] … Dictionary of Greek